Υπέρταση

ΑΡΤΗΡΙΑΚΗ ΥΠΕΡΤΑΣΗ
Ως αρτηριακή υπέρταση ορίζεται η κατάσταση όπου η συστολική πίεση του αρτηριακού αίματος είναι  ≥ του 14 (140 mmHg)  και/ή  η διαστολική είναι ≥ του 9 (90 mmHg). Πρόκειται για μια νόσο που δρα μακροχρονίως βλάπτοντας τα τοιχώματα των αρτηριών, αυξάνοντας έτσι τις πιθανότητες νόσησης  ή και θανάτου. Αποτελεί έναν από τους κύριους  παράγοντες πρόκλησης στεφανιαίας νόσου, συμφορητικής καρδιακής ανεπάρκειας,  νεφρικής ανεπάρκειας, περιφερικής αρτηριοπάθειας, ενώ παράλληλα αυξάνει τον κίνδυνο εκδήλωσης αγγειοεγκεφαλικών προσβολών.

Οι επιστήμονες εκτιμούν ότι η υπέρταση ευθύνεται για το 6% των θανάτων παγκοσμίως. Δεν είναι τυχαίο που έχει χαρακτηριστεί ως “ο σιωπηλός δολοφόνος”. Σε έρευνα που διεξάχθηκε στη χώρα μας για τον επιπολασμό της νόσου, αποδείχθηκε ότι  4 στους 10 άνδρες και 1 στις 4 γυναίκες παρουσιάζουν αυξημένες τιμές της αρτηριακής τους πίεσης.
Τα αίτια της υπέρτασης μπορεί να είναι πολυπαραγοντικά. Η παχυσαρκία και οι διατροφικές συνήθειες αποτελούν ισχυρούς παράγοντες κινδύνου για την εξέλιξη της νόσου.  Η αυξημένη πρόσληψη NaCl  (μαγειρικό αλάτι) αλλά και η μη επαρκής κατανάλωση τροφών με μεγάλη περιεκτικότητα καλίου και ασβεστίου ενδέχεται να επηρεάσουν την αρτηριακή πίεση.
Άλλους σημαντικούς επιβαρυντικούς παράγοντες  αποτελούν  η έλλειψη σωματικής άσκησης, το άγχος, το κάπνισμα,  καθώς και η αυξημένη κατανάλωση αλκοόλ. Πρόσφατες έρευνες έχουν αποδείξει ότι άτομα που έχουν εντάξει στη ζωή τους τη  μεσογειακή διατροφή έχουν 27% καλύτερες πιθανότητες να διατηρήσουν την πίεση τους στα φυσιολογικά επίπεδα. Επίσης μια μικρή ημερήσια  κατανάλωση αλκοόλ (30 ml) μπορεί να έχει ευεργετικό ρόλο καθώς μειώνει τα επίπεδα της συστολικής και της διαστολικής αρτηριακής πίεσης. Αντίθετα η υπέρμετρη κατανάλωση οινοπνευματωδών  ποτών, αυξάνει δραματικά την πίεση και επομένως όλους τους επικείμενους κινδύνους που αυτή επιφέρει.
Βέβαια η υπέρταση δεν οφείλεται μονάχα σε περιβαλλοντικούς και διατροφικούς παράγοντες αλλά πολλές φορές παρουσιάζεται ως συνάρτηση άλλων παθήσεων όπως είναι ο υπερθυρεοειδισμός, η νεφρική νόσος, το φαιοχρωμοκύττωμα. Σε αυτές τις περιπτώσεις μιλάμε πλέον για δευτεροπαθή υπέρταση.
Εκτός από την αρτηριακή υπέρταση πολύ συχνά συναντάμε ως χρόνιο πρόβλημα την υπερτασική κρίση. Πρόκειται για μία διαφορετική νόσο και δεν πρέπει να τις συγχέουμε μεταξύ τους. Σε αυτή την περίπτωση έχουμε μία απότομη και σοβαρή αύξηση της αρτηριακής πίεσης(>120 mmHg) η οποία θα πρέπει να αντιμετωπιστεί άμεσα  διότι εκθέτονται σε κίνδυνο τα τοιχώματα των αρτηριών. Η υπερτασική κρίση μπορεί να εμφανιστεί ακόμη και σε άτομα που δεν έχουν κάποιο γνωστό πρόβλημα υπέρτασης. Βασική αρχή για την αντιμετώπισή της είναι η προοδευτική μείωση της αρτηριακής πίεσης, αφού η απότομη μείωση ελαττώνει την παροχή αίματος σε ζωτικά όργανα όπως ο εγκέφαλος και η καρδιά, με αποτέλεσμα την ισχαιμία αυτών των οργάνων με τις αντίστοιχες εκδηλώσεις (κεφαλαλγία και στηθάγχη).
Η αυξημένη αρτηριακή πίεση σπάνια προκαλεί συμπτώματα. Τα συμπτώματα, όταν υπάρχουν, οφείλονται στις βλάβες των οργάνων-στόχων που συνήθως επέρχονται μετά από πολλά χρόνια. Επομένως, η διάγνωση της υπέρτασης βασίζεται αποκλειστικά στη μέτρηση της αρτηριακής πίεσης. Συνήθως απαιτούνται επανειλημμένες μετρήσεις της πίεσης σε διαδοχικές επισκέψεις. Στην αρχική εκτίμηση συνιστάται η μέτρηση να γίνεται ταυτόχρονα στους δύο βραχίονες.
Για τον εντοπισμό και την αντιμετώπιση της υπέρτασης πρέπει να γίνεται σχολαστική λήψη οικογενειακού και ατομικού ιστορικού καθώς και προσεκτική κλινική εξέταση κυρίως στα άτομα με αυξημένη πίεση, με σκοπό την αξιολόγηση όλων των παραγόντων καρδιαγγειακού κινδύνου, την ανίχνευση ασυμπτωματικής βλάβης ή νόσου στα όργανα-στόχους (στεφανιαία νόσος, εγκεφαλικό επεισόδιο, περιφερική αρτηριοπάθεια, νεφρική βλάβη) και τη διάγνωση δευτεροπαθούς υπέρτασης. Η βυθοσκόπηση είναι απαραίτητη σε περιπτώσεις μεγάλης αύξησης της πίεσης για τον αποκλεισμό της κακοήθους υπέρτασης, αλλά και σε νέα άτομα για τη διαπίστωση πρώιμων αρτηριοσκληρυντικών βλαβών.
Η αρχική εργαστηριακή εξέταση περιλαμβάνει συνήθως : μέτρηση ηλεκτρολυτών (κάλιο, νάτριο), κρεατινίνης, ουρίας, χοληστερίνης, τριγλυκεριδίων, , HDL και LDL χοληστερόλης, ουρικού οξέος, γενική εξέταση αίματος και ούρων καθώς και εξέταση της νεφρικής λειτουργίας. Συνιστάται ο υπολογισμός της κάθαρσης κρεατινίνης  ενώ ηλεκτροκαρδιογράφημα, υπερηχογράφημα καρδιάς – καρωτίδων και η μέτρηση μικρολευκωματινουρίας είναι χρήσιμες εξετάσεις για την αποκάλυψη ασυμπτωματικής βλάβης οργάνων-στόχων κυρίως σε περιπτώσεις με αμφιβολία για την αναγκαιότητα της θεραπείας.

 Αιματολογικό Τμήμα
Διαγνωστικών Εργαστηρίων Γαλατσίου Meganalysis

 

ΚΕΝΤΡΙΚΑ ΓΡΑΦΕΙΑ

ΓΑΛΑΤΣΙ: Λεωφόρος Βεϊκου 19

ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΗΜΑ

ΚΥΨΕΛΗ: Πλατεία Κανάρη 15

Ακολουθήστε μας

Τα Διαγνωστικά Εργαστήρια Γαλατσίου & Κυψέλης λειτουργούν διαχρονικά με αγάπη για την υγεία και τον άνθρωπο και με σύμμαχο την επιστημονική ιατρική κατάρτιση και τη σύγχρονη τεχνολογία διαθέτουν την εμπειρία που στοχεύει στην ακρίβεια της διάγνωσης και την αξιοπιστία του αποτελέσματος.

Συνεχίζοντας την περιήγηση στο meganalysis.gr, αποδέχεστε τη χρήση cookies.