Το ουρικό οξύ είναι µια 2,6,8 τριυδροξυπουρίνη που παράγεται κυρίως στο ήπαρ από τη διάσπαση των πουρινών και αποβάλλεται από τους νεφρούς (70-80%) και από το έντερο.
Τα φυσιολογικά επίπεδα ουρικού οξέος στο αίμα είναι <6,5 mg/ dl στις γυναίκες και <7 mg/dl στους άνδρες.
Στις επιδράσεις του ουρικού οξέος στον οργανισμό, περιλαμβάνεται η αντιοξειδωτική του δράση, η συμμετοχή του στη διαδικασία της φλεγμονής και στην ανοσολογική απάντηση του οργανισμού απέναντι σε διάφορα αντιγόνα και η μείωση της διαθεσιμότητας του μονοξειδίου του αζώτου που οδηγεί σε ενδοθηλιακή δυσλειτουργία.
Eμπλεκόμενες πρωτεΐνες στην μεταφορά του ουρικού οξέος είναι η URAT1, η ORAT, η UAT.
Η υπερουριχαιμία είναι μια μεταβολική διαταραχή με υψηλά επίπεδα ουρικού οξέος.
Διακρίνεται σε πρωτοπαθής υπερουριχαιμία που περιλαμβάνει οικογενείς διαταραχές, μορφές πρωτοπαθούς ουρικής αρθρίτιδας, υπερουριχαιμική νεφροπάθεια, σύνδρομο Lesch-Nyhan.
Στην πρωτοπαθή υπερουριχαιμία μπορεί να υπάρχει έλλειψη HGPRT και υπερδραστηριότητα PRPP συνθετάσης.
Επίσης διακρίνεται σε δευτεροπαθή υπερουριχαιμία που σχετίζεται με κυτταρική αποδόμηση, σχηματισμό πλεονασμάτων ουρικού οξέος και παρατηρείται σε λευχαιμίες, αιμολυτική αναιμία, χρόνια νεφρική ανεπάρκεια με μειωμένη έκκριση ουρικού οξέος.
Στην δευτεροπαθή υπερουριχαιμία υπάρχει υπερβολική διαιτητική πρόσληψη πουρινών και αυξημένο turnover νουκλεοτιδίων.
Κλινικές και επιδημιολογικές μελέτες απέδειξαν ότι τα αυξημένα επίπεδα ουρικού οξέος συνδέονται με το μεταβολικό σύνδρομο, καρδιαγγειακά νοσήματα και τη χρόνια νεφρική νόσο.
H ασυμπτωματική υπερουριχαιμία αποτελεί παράγοντα κινδύνου για εμφάνιση υπέρτασης και σε ασθενείς με ουρική νόσο ανέρχεται στο 89%.
Επίσης, η υπερουριχαιμία είναι ένας ανεξάρτητος παράγοντας κινδύνου για την εμφάνιση & την εξέλιξη της χρόνιας νεφρικής νόσου που σχετίζεται με την εμφάνιση ουρικής νόσου.
Η διάγνωση της υπερουριχαιμίας γίνεται με βιοχημικές εξετάσεις αίματος και σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να χρειαστεί μελέτη ούρων 24ωρου.
Για την αιματολογική εξέταση χρειάζεται νηστεία 8 ωρών και αποφυγή λιπαρών φαγητών για 12 ώρες πριν την αιμοληψία.
Πηγές
Keenan, et al. Am J Med. 2011;124:155-63 2. Choi HK, et al. Arch Intern Med. 2005;165:742-8.
Krishnan E, et al. Hypertension. 2007;49:298-303. 4. Feig DI, et al. JAMA. 2008;300:924-32
Abuja PM. Ascorbate prevents prooxidant effects of urate in oxidation of human low density lipoprotein. FEBS Lett. 1999; 446: 305–308.
Alvasker JO. Uric acid in human plasma. V. Isolation and identification of plasma proteins interacting with urate. Scand J Clin Lab Invest 1996; 227-31.
Ames BN, Cathcart R, Schwiers E, Hochstein P. Uric acid provides an antioxidant defense in humans against oxidant- and radical-causing aging and cancer: a hypothesis. Proc Natl Acad Sci U S A. 1981; 78: 6853–6862.
Kumar V, Abbas A, Aster J. Robbins & Cotran Pathologic Basis of Disease. Elsevier 9th Edition 2014.
Χατζηγιάννης Σ. Παθολογία. Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Εκδόσεις Πασχαλιδη 2002.
Riede N, Werner M. Color atlas of Pathology. Thieme Stutgard 2007