Η βαρηκοΐα είναι γενικά μία από τις συχνότερες παθήσεις που εκδηλώνονται στην παιδική ηλικία με συχνότητα περίπου 1 στις 1000 γεννήσεις.
Διακρίνεται σε επίκτητη, σε λοιμώξεις του εμβρύου και στην κληρονομικότητα.
Η γενετική βαρηκοϊα μπορεί να είναι μέρος ενός συνδρόμου (πάνω από 400 σύνδρομα περιλαμβάνουν διαταραχές της ακοής) και μη-συνδρομική, ακολουθώντας και τους τρεις πιθανούς τύπους κληρονομικότητας: υπολειπόμενη, επικρατή και φυλοσύνδετη.
Περισσότερα από 100 γονίδια υπολογίζεται ότι ενέχονται στη βαρηκοΐα. Ωστόσο, μεταλλάξεις σε δύο από αυτά τα γονίδια, της κοννεξίνης 26 (GJB2) και της κοννεξίνης 30 (GJB6), αντιπροσωπεύουν ποσοστό περισσότερο από 65% της μη-συνδρομικής υπολειπόμενης βαρηκοΐας και περίπου 35% της σποραδικής μορφής, με συχνότητα φορέων στον γενικό πληθυσμό 1 στους 33.
Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι περίπου 1 στα 7 παιδιά που πάσχουν γενικά από βαρηκοΐα φέρουν μεταλλάξεις στα παραπάνω δύο γονίδια.
Η αναγνώριση του συγκεκριμένου μηχανισμού αλλοίωσης των κυττάρων στο εσωτερικό του αυτιού μέσω του γενετικού ελέγχου, αναμφίβολα διευκολύνει την ανάπτυξη και την εισαγωγή νέων και εξειδικευμένων θεραπειών για διαφορετικά είδη βαρηκοΐας