Σύσταση Μητρικού Γάλακτος

Το μητρικό γάλα είναι η καλύτερη επιλογή για όλα τα μωρά.

Είναι γνωστό και ως «λευκό αίμα» λόγω της σπουδαιότητας που έχει στον ανθρώπινο οργανισμό, καθώς η σύσταση του μεταβάλλεται, ανάλογα με τις ηλικιακές και αναπτυξιακές ανάγκες του βρέφους.

Δεν αποτελεί μόνο ιδανική τροφή, αλλά προσφέρει ανοσολογικά και αναπτυξιακά πλεονεκτήματα, τα οποία είναι μοναδικά για κάθε μητέρα και παιδί.

Το μητρικό γάλα διακρίνεται στο πύαρ, το πρώτο έκκριμα του μαστικού αδένα, το οποίο παρατηρείται τις πρώτες 2 – 4 ημέρες από τη γέννηση του νεογνού, στο μεταβατικό γάλα που εκκρίνεται από την τρίτη έως τη δέκατη ημέρα, και στο ώριμο γάλα που είναι βιολογικά πολυσύνθετο.

Γενικά, το πύαρ έχει κιτρινωπό χρώμα και αλκαλικό pH, και μπορεί να παραχθεί από τους τελευταίους μήνες της κύησης. Διαφέρει από το ώριμο γάλα, γιατί είναι πλουσιότερο σε ηλεκτρολύτες και σφαιρίνες, έχει λιγότερο σάκχαρο και λιπίδια και δρα στο πεπτικό σύστημα του νεογνού βοηθώντας στην αποβολή του μηκωνίου και στην εγκατάσταση της φυσιολογικής χλωρίδας του εντέρου.

Το ώριμο γάλα περιέχει πρωτεΐνες, κυρίως καζεΐνη, α-λακταλβουμίνη, λακτοφερίνη, αλβουμίνη, υδατάνθρακες όπως η λακτόζη, λιπαρά οξέα, νερό, άλατα, και όλες σχεδόν τις βιταμίνες εκτός της βιταμίνης Κ, η οποία χορηγείται στο νεογνό για πρόληψη αιμορραγιών. Περιέχει επίσης ανοσολογικούς παράγοντες, όπως λευκά αιμοσφαίρια, μακροφάγα, αντισώματα IgA και IgG που προστατεύουν το παιδί από διάφορους λοιμογόνους παράγοντες κατά το πρώτο διάστημα της ζωής του.

Η σύσταση του ώριμου γάλακτος μεταβάλλεται σε κάθε σίτιση.

Ειδικά, το μητρικό γάλα περιέχει 87% νερό και καλύπτει τις ανάγκες του βρέφους σε υγρά. Η χορήγηση νερού μπορεί να μειώσει τη θερμιδική πρόσληψη σε μια περίοδο κατά την οποία αυτά αναπτύσσονται ραγδαία.

Η περιεκτικότητα του ανθρώπινου γάλακτος σε πρωτεΐνες, χαμηλότερη από εκείνη του μη τροποποιημένου αγελαδινού γάλακτος, είναι ιδανική για το νεογνό.

Η πρωτεΐνη περιέχεται σε ποσοστό 2,3% στο πύαρ και μόλις 0,9% στο ώριμο γάλα.

Το μητρικό γάλα περιέχει δυο είδη πρωτεϊνών: την καζεΐνη και τη λακταβουμίνη. Αποτελείται από 60% λακταβουμίνη και 40% καζεΐνη. Σε αντίθεση με το αγελαδινό που περιέχει 20% λακταβουμίνη και 80% καζεΐνη. Το μητρικό γάλα λόγω αυτής της σύστασης του σε πρωτεΐνες μπορεί να αφομοιωθεί γρήγορα και εύκολα. Το τεχνητό γάλα λόγω του μεγάλου ποσοστού καζεΐνης που περιέχει είναι δύσπεπτο.

Οι πρωτεΐνες τυρογάλακτος συντίθεται στο μαστικό αδένα. Η πρωταρχική πρωτεΐνη τυρογάλακτος στο μητρικό γάλα είναι η α- λακταβουμίνη. Η α- λακταβουμίνη μαζί με τη λακτοφερρίνη και την εκκριτική ανοσοσφαιρίνη Α αποτελούν το 60- 80% των πρωτεϊνών του ανθρώπινου γάλακτος. Άλλες πρωτεΐνες όπως ο ορός αλβουμίνης, η β- λακτογλοβουλίνη και η β- ανασοσφαιρίνη καθώς και ποικίλες γλυκοπρωτεΐνες είναι παρούσες.

Η λακτοφερρίνη είναι μια σιδηροδεσμευτική πρωτεΐνη, η οποία είναι συστατικό των πρωτεϊνών τυρογάλακτος και δεν είναι διαθέσιμη στο τυποποιημένο γάλα. Η πρωτεΐνη αυτή, η οποία βρίσκεται σε μεγαλύτερο ποσοστό στο πύαρ παρά στο ώριμο γάλα, έχει προστατευτικές – ανοσοποιητικές ιδιότητες, παρεμποδίζοντας την ανάπτυξη και την αύξηση των σίδηρο – εξαρτώμενων βακτηρίων στο γαστρεντερικό σύστημα. Έχει άμεση αντιβιοτική επίδραση σε βακτηρίδια, όπως σταφυλόκοκκοι και οι ζύμες. Επίσης δρα σε συνεργασία με την εκκριτική ανοσοσφαιρίνη Α για να αυξήσει την αντιβακτηριδιακή δραστηριότητα εναντίον της E. Coli. Η λακτοφερρίνη επίσης δρα σε μικροοργανισμούς, παρεμποδίζοντας το μεταβολισμό των υδατανθράκων, προσβάλλοντας το κυτταρικό τοίχωμα και δεσμεύοντας το ασβέστιο και το μαγνήσιο.

Η λυσοζύμη είναι ένα ακόμα ένζυμο και ένα ισχυρά εύπεπτο συστατικό το οποίο καταστρέφει τα εντεροβακτήρια και τα θετικά κατά gram βακτήρια. Αυξάνει την ανάπτυξη της χλωρίδας του εντέρου και έχει αντιφλεγμονώδη λειτουργία. Είναι υψηλότερο στο μητρικό γάλα από ότι στο αγελαδινό κατά τριάντα φορές περίπου και οι συγκεντρώσεις του αυξάνουν σε κάθε επίπεδο του θηλασμού.

Στο μητρικό γάλα, πιο ειδικά τονίζουμε, την κυριαρχία της β- καζεΐνης που επιτρέπει περίπου το 80% του σιδήρου να απορροφηθεί. Αυτό είναι σημαντικό επειδή ο σίδηρος είναι προοριζόμενος για να τον δεσμεύσει η λακτοφερρίνη, η οποία παρεμποδίζει την ανάπτυξη των σίδηρο-εξαρτώμενων βακτηριδίων στο γαστρεντερικό σύστημα.

Η δε, γλυκοπρωτεΐνη IgA, που είναι ο κυρίαρχος φραγμός των μικροοργανισμών, υπάρχει σε αφθονία στο μητρικό γάλα. Λειτουργεί ως αντίσωμα έναντι αντιγόνων που εισβάλλουν στον οργανισμό και προστατευει το βρέφος από αλλεργίες.

Το μητρικό γάλα επίσης περιέχει ορμόνες, όπως προσταγλανδίνες, που παίζουν σημαντικό ρόλο στην πέψη και έχει υψηλή αναλογία κυστεΐνης/μεθειονίνης και κάποια ποσότητα ταυρίνης. Το αγελαδινό γάλα έχει χαμηλότερη αναλογία κυστεΐνης/μεθειονίνης και ουσιαστικά καθόλου ταυρίνη.

Η κυστεΐνη είναι απαραίτητη για την ανάπτυξη του κεντρικού νευρικού συστήματος του εμβρύου. Η ταυρίνη δημιουργείται από την κυστεΐνη και είναι απαραίτητη για την ανάπτυξη και τη λειτουργία του εγκεφάλου , την ανάπτυξη και τη λειτουργία του αμφιβληστροειδούς και τη συζυγία των χολικών αλάτων.

Ένα άλλο πρόβλημα σχετικά με τα αμινοξέα που περιέχονται στο μητρικό γάλα σε σύγκριση με το τυποποιημένο, είναι η συγκέντρωση της τυροσίνης (Tyr) και της φαινυλανίνης (Phe). Το μητρικό γάλα είναι χαμηλό σε τυροσίνη και φαινυλανίνη. Τα νήπια έχουν περιορισμένη δυνατότητα να μεταβολίσουν αυτά τα αμινοξέα, τα οποία μπορεί να προκαλέσουν φαινυλ – κετονουρία (PKU).

Επιπρόσθετα, τα λίπη που υπάρχουν στο μητρικό γάλα είναι απαραίτητα για σημαντικές λειτουργίες, καθώς αποτελούν μεταφορικό μέσο για τις λιποδιαλυτές βιταμίνες A,D,E,K. Επιπλέον, αποτελούν κύριο συστατικό για τις κυτταρικές μεμβράνες και αποδίδουν το 40-50% των συνολικών θερμίδων στο μητρικό γάλα.

Το μητρικό γάλα, είναι γνωστό, συντίθεται κυρίως από τριγλυκερίδια. Περίπου το 20% από αυτά συντίθενται από λιπαρά οξέα μακράς αλύσου και η σύνθεση τους γίνεται από τον ίδιο τον μαστικό αδένα. Το υπόλοιπο 80% των λιπών του μητρικού γάλακτος συντίθεται στο πλάσμα.

Η χοληστερόλη είναι παρούσα στο μητρικό γάλα και κλινικά σημαντική. Η περιεκτικότητα του γάλακτος σε χοληστερόλη είναι 7-47 mg/dl. Παρόλο που η χοληστερόλη είναι γνωστή για τις αρνητικές επιδράσεις στη καρδιαγγειακή λειτουργία των ενηλίκων, στα βρέφη δεν έχει αποδειχθεί ότι επιφέρει αρνητικά αποτελέσματα. Αντιθέτως, η χοληστερόλη στο μητρικό γάλα είναι απαραίτητη γιατί συντελεί στην ανάπτυξη του εγκεφάλου του μωρού, των μεταβολικών ενζύμων και συμβάλλει στη σύνθεση χολικών αλάτων και νευρικού ιστού. Το τεχνητό γάλα του εμπορίου δεν περιέχει χοληστερόλη παρόλο που αποδίδει τις ίδιες θερμίδες σε λίπος με το μητρικό. Το μητρικό γάλα επίσης περιέχει και φωσφολιπίδια σε μικρή ποσότητα.

Στο σημείο αυτό εκτιμάται ό,τι το ποσοστό του λίπους είναι πέντε φορές μεγαλύτερο στα τελευταία λεπτά του θηλασμού, παρά στο γάλα που παράγεται στην αρχή της διαδικασίας. Η ποσότητα του λίπους είναι ύψιστη το απόγευμα παρά τις πρώτες πρωινές ώρες.

Όσο αναφορά τους υδατάνθρακες, ο κυριότερος στο μητρικό γάλα είναι η λακτόζη. Συντίθεται στα εκκριτικά κύτταρα από γλυκόζη και γαλακτόζη οι οποίες περιέχονται στην κυκλοφορία του μητρικού αίματος. Περίπου το 4,8% του μητρικού γάλακτος είναι λακτόζη, το οποίο αποδίδει περίπου το 40% των συνολικών θερμίδων που παρέχει το μητρικό γάλα.

Η σημασία αυτής της υψηλής περιεκτικότητας του μητρικού γάλακτος σε λακτόζη είναι πιθανώς διπλή καθώς ο εγκέφαλος του εμβρύου, ο οποίος είναι ανεπτυγμένος και συνεχίζει να αναπτύσσεται, απαιτεί λακτόζη ως θρεπτικό υπόστρωμα και γιατί η έκκριση λακτόζης απαιτεί και παράλληλη έκκριση μεγάλου ποσού ύδατος, το οποίο καλύπτει τις μεγάλες ανάγκες του μωρού σε νερό για να σχηματιστούν ούρα.

Σχεδόν όλοι οι υδατάνθρακες στο μητρικό γάλα είναι λακτόζη ωστόσο, περισσότεροι από πενήντα ολιγοσακχαρίτες διαφορετικής δομής, έχουν προσδιοριστεί στο γάλα αυτό. Μερικοί από αυτούς είναι η γλυκόζη, η γαλακτόζη, οι γλυκοζαμίνες, η φυκόζη, η νακετυλγλυκοζαμίνη και το σιαλικό οξύ. Μερικοί από αυτούς μπορεί να ενεργήσουν ως παράγοντες αύξησης για το γαλακτοβάκκιλο ο οποίος αποικεί στο γαστρεντερικό σύστημα του βρέφους ή ως προστατευτικοί παράγοντες ενάντια σε ορισμένες βακτηριακές τοξίνες.

 

Πηγές

Παπαβέντσης Στέλιος, Η μοναδικότητα του μητρικού γάλακτος , 2000

Ελληνικό ινστιτούτο διατροφής, Η αξία του μητρικού γάλακτος, 2007

Jensen RG. et al Handbook of milk composition. San Diego: Academic Press, 1995.

Jensen RG. et al. Handlook of milk compotition, 1995

Koletzko B., M. Rodriguez et al.”Polyunsaturated fatty acids in human milk and their role in early development, 269, 1999

ΚΕΝΤΡΙΚΑ ΓΡΑΦΕΙΑ

ΓΑΛΑΤΣΙ: Λεωφόρος Βεϊκου 19

ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΗΜΑ

ΚΥΨΕΛΗ: Πλατεία Κανάρη 15

Ακολουθήστε μας

Τα Διαγνωστικά Εργαστήρια Γαλατσίου & Κυψέλης λειτουργούν διαχρονικά με αγάπη για την υγεία και τον άνθρωπο και με σύμμαχο την επιστημονική ιατρική κατάρτιση και τη σύγχρονη τεχνολογία διαθέτουν την εμπειρία που στοχεύει στην ακρίβεια της διάγνωσης και την αξιοπιστία του αποτελέσματος.

Συνεχίζοντας την περιήγηση στο meganalysis.gr, αποδέχεστε τη χρήση cookies.