Ως προδιαβήτης, ορίζονται τα αυξημένα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα, τα οποία όμως δεν είναι αρκετά υψηλά για να τεθεί η διάγνωση του διαβήτη τύπου 2.
Στους ασθενείς που πάσχουν από προδιαβήτη, τα κύτταρα του οργανισμού δεν ανταποκρίνονται φυσιολογικά την ινουλίνη με αποτέλεσμα το πάγκρεας να παράγει μεγαλύτερες ποσότητες της ορμόνης. Τελικά, το πάγκρεας δεν μπορεί να συμβαδίσει με τις ανάγκες για παραγωγή ινσουλίνης με αποτέλεσμα να εμφανίζεται προδιαβήτης και αργότερα διαβήτης τύπου 2. Πιο συγκεκριμένα το ετήσιο ποσοστό των ατόμων με προδιαβήτη που μεταπίπτουν στην κατηγορία του ΣΔ κυμαίνεται στο 5%-10%.
Οι ασθενείς με προδιαβήτη διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο εγκεφαλικού επεισοδείου και καρδιαγγειακής νόσου.
Οι παρακάτω παράγοντες αυξάνουν τον κίνδυνο προδιαβήτη και διαβήτη τύπου 2:
- Οικογενειακό ιστορικό διαβήτη
- Ηλικία άνω των 45
- Παχυσαρκία
- Ιστορικό διαβήτη της κύησης
-
Γυναίκες με σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών
- Υπέρταση ή καρδιαγγειακή νόσος
-
Λήψη φαρμάκων που προδιαθέτουν σε αύξηση της γλυκόζης.
Συνήθως ο προδιαβήτης δεν προκαλεί συμπτώματα και η διάγνωση του γίνεται μέσω της εκτίμησης της τιμής της γλυκόζης πλάσματος μετά από 8ωρη νηστεία, της τιμής της γλυκόζης πλάσματος 2 ώρες μετά τη χορήγηση από το στόμα 75g γλυκόζης (καμπύλη γλυκόζης) και της τιμής της HbA1c.
Αν διαγνωστεί εγκαίρως, ο προδιαβήτης μπορεί να αντιμετωπιστεί, με άσκηση και σωστή διατροφή.
Πηγές
American Diabetes Association. Standards of medical care in diabetes – 2014. Diabetes Care. 2014; 37: S14-80.
Ελληνική Διαβητολογική Εταιρεία. Κατευθυντήριες Οδηγίες για τη Διαχείριση του Διαβητικού Ασθενούς. Αθήνα 2011.