Σε βλάβη των ιστών ή τραυματισμό στα αιμοφόρα αγγεία, τα αιμοπετάλια συσσωρεύονται στην περιοχή του τραυματισμού και απελευθερώνουν παράγοντες που ξεκινούν τη διαδικασία της πήξης (αιμόσταση).
Ο προσδιορισμός της δράσης των παραγόντων πήξης διενεργείται για να καθορισθεί εάν υπάρχει οποιαδήποτε συγγενής ή επίκτητη ανεπάρκεια του κάθε παράγοντα πήξης.
Ο έλεγχος του παράγοντα XII της πήξης χρησιμοποιείται για τη διάγνωση ανεπάρκειας του καθώς και για τον προσδιορισμός της αιτίας του παρατεταμένου χρόνου ενεργοποιημένης μερικής θρομβοπλαστίνης.
Ο παράγοντας XII συντίθεται στο ήπαρ και είναι ένα συστατικό του συστήματος ενεργοποίησης καθώς εμπλέκεται τόσο στην ενδογενή οδό όσο και στο ινωδολυτικό σύστημα.
Η κληρονομική έλλειψη του FXIΙ διαγιγνώσκεται συνήθως τυχαία και είναι αποδεκτό ότι ακόμα και η σοβαρή έλλειψη του δεν σχετίζεται με κλινική τάση για αιμορραγία. Οι ομοζυγώτες με συγγενή ανεπάρκεια εμφανίζουν επίπεδα δραστικότητας FXIΙ ≤20%, ενώ στους ετεροζυγώτες τα επίπεδα δραστικότητας κυμαίνονται μεταξύ 20-50%.
Ο έλεγχος του παράγοντα XII της πήξης πραγματοποιείται με τη λήψη αίματος.
Πρέπει να αποφεύγεται η μόλυνση με ηπαρίνη κατά τη διάρκεια της συλλογής του δείγματος. Η αντιπηκτική αγωγή με ηπαρίνη, ιρουδίνη, ή argatroban μπορεί να επηρεάσει τις αναλύσεις, διότι ενεργούν ως “αναστολείς”, με αποτέλεσμα ψευδώς μειωμένα επίπεδα παράγοντα.