Ο όρος παλίνδρομη κύηση αναφέρεται σε κυήσεις, όπου επέρχεται θάνατος του εμβρύου χωρίς εξωτερική παρέμβαση. Ωστόσο, δεν υφίσταται η κατάλληλη δραστηριότητα της μήτρας, ώστε να αποβληθούν τα προϊόντα της σύλληψης πριν τις 20 εβδομάδες κύησης (Griebel et al., 2005; Honglei Chen et al., 2015).
Παρουσιάζεται συνήθως σε γυναίκες μεγαλύτερης ηλικίας, με κίνδυνο να αυξάνεται σταθερά από την ηλικία των 30.
H παλίνδρομη κύηση δεν εξελίσσεται φυσιολογικά και η γυναίκα μπορεί να μην αντιληφθεί την επιπλοκή, καθώς δεν εκδηλώνονται τα τυπικά συμπτώματα, όπως κολπική αιμορραγία και πόνος στην κοιλιακή χώρα.
Ο αμνιακός σάκος μπορεί να είναι κενός ή το έμβρυο να μην καταφέρει να ζήσει πέραν των πρώτων 20 εβδομάδων της κύησης.
Αίτια
-Ανωμαλίες των πατρικών χρωμοσωμάτων
-Ανοσολογικοί παραγόντες
-Ενδοκρινολογικές διαταραχές
-Παχυσαρκία
-Διαβήτης
-Ανωμαλίες της μήτρας
-Κληρονομική θρομβοφιλία
-Λοιμώξεις
-Περιβαλλοντικοί παράγοντες
-Κάπνισμα
Αυτές οι καταστάσεις μπορεί να εμφανιστούν σε περίπου 50% όλων των γυναικών με αποβολές (Clifford et al., 1994; Hatasaka, 1994).
Eκτός από τους παραπάνω παράγοντες, έχουν προταθεί επίσης γενετικοί πολυμορφισμοί ως ένας παράγοντας επιδεκτικότητας που αυξάνει την πιθανότητα αποβολής σε υγιείς, κατά τα άλλα, γυναίκες (Pietrowski et al., 2003, 2005)
Διάγνωση
Η διάγνωση για παλίνδρομη κύηση προκύπτει συνήθως :
-Από την μέτρηση των επιπέδων χoριακής Γοναδοτροπίνης (HCG)
-Από τον υπέρηχο
Μεταξύ των δυνητικών βιοδεικτών που μελετώνται και ερευνώνται, συγκαταλέγονται και ορισμένες μεταλλοπρωτεάσες των οικογενειών MMPs, ADAMs και ADAMTSs.
Πηγές
Κρεατσάς Γ., Σύγχρονη Γυναικολογία και Μαιευτική 1998
Williams, Obstetrics, 21st Edition
Μιχαλάς Σ.Π., Επίτομη Μαιευτική και Γυναικολογία 2000