Ο φυσιολογικός κόλπος έχει τη δική του χλωρίδα στην οποία επικρατούν οι γαλακτοβάκιλλοι.
Οι γαλακτοβάκιλλοι έχουν προστατευτικό ρόλο και αναστέλλουν την ανάπτυξη των μικροβίων που εισέρχονται στον κόλπο. Σε κολπίτιδα μπορεί να οδηγήσει μια οποιαδήποτε αλλαγή στη φυσιολογική χλωρίδα του κόλπου, που έχει ως αποτέλεσμα να επικρατήσει κάποιος μικροοργανισμός, όπως μύκητας, τριχομονάδα, βακτηρίδια κλπ.
Οι κολπίτιδες συμπερασματικά, μπορεί να είναι βακτηριδιακής, τριχομοναδικής ή μυκητιασικής αιτιολογίας.
Εκδηλώνονται κλινικά με έντονη κολπική έκκριση υγρών ασυνήθιστου χρώματος και δυσάρεστης τις περισσότερες φορές οσμής.
Μπορεί να είναι ασυμπτωματικές, ή να συνοδεύονται από αίσθημα καύσου, κνησμού, νηγμώδους άλγους και ερυθρότητας του αιδοίου.
Ο εργαστηριακός έλεγχος κολπίτιδας περιλαμβάνει τον μικροσκοπικό έλεγχο του νωπού παρασκευάσματος και της χρώσης gram από τον κόλπο της γυναίκας, και τον έλεγχο της αερόβιας και της αναερόβιας καλλιέργειας κολπικού εκκρίματος.
Πηγές
Koumans, E.H., et al., The prevalence of bacterial vaginosis in the United States, 2001-2004; associations with symptoms, sexual behaviors, and reproductive health. Sex Transm Dis, 2007. 34(11): p. 864-9.