Ο αιμόφιλος της γρίπης (Haemophilus influenzae) είναι ένα Gram αρνητικό βακτήριο, μη κινητός κοκκοβάκιλλος και έχει γονιδίωμα μήκους περίπου 1.8 Mbp.
Μπορεί να ταξινομηθεί σε 2 τύπους ανάλογα την παρουσία ελύτρου στην εξωτερική του επιφάνεια: στελέχη με έλυτρο και στελέχη χωρίς έλυτρο.
Από τα στελέχη με έλυτρο, τα στελέχη τύπου β είναι τα πλέον παθογόνα.
Τα βακτήρια αποικίζουν τον ρινοφάρυγγα μέσω αλληλεπιδράσεων μεταξύ πρωτεϊνών της εξωτερικής τους μεμβράνης και της βλέννης του ξενιστή. Στη συνέχεια εκφράζονται άλλες βακτηριακές πρωτεΐνες που βλάπτουν τη δραστηριότητα των κροσσών του αναπνευστικού επιθηλίου, καταστρέφοντας τα IgA αντισώματα που βρίσκονται στο αναπνευστικό σύστημα.
Σε περισσότερες από 75% των οικογενειών όπου υπάρχει ένας άρρωστος, τουλάχιστον ένα άτομο έχει αποικιστεί με τον αιμόφιλο.
Η μόλυνση με στελέχη που έχουν έλυτρο παρατηρείται πιο συχνά σε παιδιά και μπορεί να προκαλέσουν βακτηριαιμία και οξεία βακτηριακή μηνιγγίτιδα, επιγλωτίτιδα, κυτταρίτιδα, ωτίτιδες, σηπτική αρθρίτιδα και λοιμώξεις του αναπνευστικού συστήματος.
Τα στελέχη χωρίς έλυτρο είναι πιο συχνά σε ενήλικες και μπορεί να προκαλέσουν πνευμονία.
Η επίπτωση των διεισδυτικών λοιμώξεων από αιμόφιλο έχει ελαττωθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια μετά την καθιέρωση του εμβολίου στη βρεφική ηλικία.
Η καλλιέργεια φαρυγγικού και ρινοφαρυγγικού εκκρίματος, η καλλίεργεια πτυέλλων και η χρώση Gram μπορούν να ταυτοποιήσουν το μοικροοργανισμό.