H Γλυκοζυλιωμένη Αιμοσφαιρίνη ή HbA1c είναι μια πολύ χρήσιμη εξέταση που γίνεται με την λήψη αίματος, και αντικατοπτρίζει τον μέσο όρο του σακχάρου κατά τους προηγούμενους 2 – 3 μήνες.
Αποτελεί εκείνη την χημική ένωση που παραμένει αδιάσπαστη σε όλη τη διάρκεια της ζωής του αιμοσφαιρίου και προσδιορίζεται από τις παρακάτω μεθόδους:
- Υψηλής απόδοσης υγρή χρωματογραφία(HPLC)
- Ανοσομέθοδος με μονοκλωνικά αντισώματα
- Ηλεκτροφόρηση
- Χρωματογραφία ιονταλλαγής σε στήλες ρητίνης
- Χρωματογραφικές μέθοδοι
- Μέθοδος θειοβαρβιτουρικού οξέως
Σήμερα προτιμάται η μέθοδος της HPLC.
Η Γλυκοζυλιωμένη, ως το ποσοστό της αιμοσφαιρίνης που έχει υποστεί γλυκοζυλίωση, φυσιολογικά είναι 4,8-6% και πρέπει να γίνεται μετρήσιμη, κάθε 3-4 μήνες, αφού ο χρόνος ζωής των ερυθρών αιμοσφαιρίων που περιέχουν την αιμοσφαιρίνη ανανεώνεται κάθε 120 μέρες, οπότε το ποσοστό της γλυκοζυλίωσης αλλάζει ανάλογα με το σάκχαρο του αίματος.
Στους διαβητικούς ασθενείς, στους οποίους δεν ελέγχονται τα επίπεδα της γλυκόζης, η τιμή του αιμοσφαιρινικού κλάσματος είναι σαφώς αυξημένη (2-3 φορές πάνω από τη φυσιολογική).
Σε άτομα, δε, με σακχαρώδη διαβήτη μετράται για να ελεγχθεί το πόσο καλά είναι ρυθμισμένο το σάκχαρο. Όσο πιο κοντά στο φυσιολογικό ποσοστό βρίσκεται η γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη, τόσο πιο καλή είναι η ρύθμιση του διαβήτη.
Στο σακχαρώδη διαβήτη η τιμή της γλυκόζης στο αίμα κυμαίνεται μέσα στο 24ωρο, αλλά και από ημέρα σε ημέρα, λόγω διαφόρων παραγόντων (δίαιτα, φάρμακα, ψυχολογικό στρες), ενώ τα επίπεδα της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης παραμένουν σταθερά. Έτσι ο προσδιορισμός του αιμοσφαιρινικού κλάσματος HbA1C αποτελεί τον καλύτερο δείκτη ελέγχου της θεραπείας του διαβήτη, από ότι ο προσδιορισμός της γλυκόζης του αίματος, γιατί η HbA1C καλύπτει το μεταβολισμό της γλυκόζης για 8-10 εβδομάδες, ενώ η γλυκόζη για ένα 24ωρο.
Αν η τιμή της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης είναι μεταξύ 5.7 και 6.4 ο ασθενής διατρέχει μεγάλο κίνδυνο ανάπτυξης σακχαρώδη διαβήτη.
Η γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη αυξάνεται ψευδώς σε συγκεκριμένες παθολογικές καταστάσεις όπως η νεφρική ανεπάρκεια, ο χρόνιος αλκοολισμός και η υπερτριγλυκεριδαιμία, ενώ ψευδώς ελαττωμένα επίπεδα γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης παρατηρούμε σε περιπτώσεις οξείας ή χρόνιας απώλειας αίματος, σε δραπανοκυτταρική αναιμία και σε ασθενείς με μεσογειακή αναιμία.
Η μέτρηση της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης είναι σημαντική γιατί μεγάλες πληθυσμιακές μελέτες απέδειξαν ξεκάθαρα πως η διατήρηση των επιπέδων γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης κοντά στο φυσιολογικό προφυλάσσει τα άτομα με σακχαρώδη διαβήτη από την ανάπτυξη επιπλοκών σχετιζόμενων με τη νόσο τους, όπως:
-Διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια, μία επιπλοκή που μπορεί να οδηγήσει σε τύφλωση
-Νεφρική νόσο
-Νευροπάθεια και καρδιαγγειακά συμβαμάτα (εμφράγματα ή εγκεφαλικά επεισόδια).
Πηγές
Baynes J, Dominiczak M.H.,Ιατρική Βιοχημεία, Εκδόσεις Παρισιάνος, 2002, ISBN 978-960-394-171-2