Τα εγκαύματα θεωρούνται από τις πολυπλοκότερες τραυματικές κακώσεις.
Τα εγκαύματα που επηρεάζουν μόνο την επιφανειακή επιδερμίδα ονομάζονται εγκαύματα πρώτου βαθμού.
Όταν η βλάβη εισχωρεί σε κάποια υποκείμενα στρώματα, το έγκαυμα ονομάζεται δεύτερου βαθμού.
Σ’ ένα ολικού πάχους έγκαυμα ή έγκαυμα τρίτου βαθμού, ο τραυματισμός επεκτείνεται σε όλα τα στρώματα της επιδερμίδας, το χόριο και μπορεί να φθάσει και στον υποδόριο ιστό. Η απουσία πόνου ή αισθητικότητας είναι αποτέλεσμα της καταστροφής των νευρικών απολήξεων.
Το έγκαυμα τέταρτου βαθμού περιλαμβάνει, τραυματισμό σε βαθύτερους ιστούς, όπως στους μύες ή στα κόκκαλα.
Η βαρύτητα ενός εγκαύματος εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την έκταση της εγκαυματικής επιφάνειας, η ποσοτική εκτίμηση της οποίας υπολογίζεται με την μέτρηση του ποσοστού της εγκαυματικής επιφάνειας επί την ολική επιφάνεια του σώματος.
Tα θερμικά εγκαύματα με απώλεια μεγάλης επιφάνειας δέρματος προκαλούν διαταραχές της ομοιόστασης, με ποικίλες τοπικές και συστηματικές αντιδράσεις.
Διαταραχές υγρών, ηλεκτρολυτών οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στην ενεργοποίηση της φλεγμονώδους αντίδρασης, στην απελευθέρωση στην κυκλοφορία μεγάλης ποσότητας μεσολαβητών και στη βλάβη του ενδοθηλίου των αγγείων.
Οι διαταραχές αυτές έχουν ως αποτέλεσμα την εγκατάσταση της υποογκαιμικής καταπληξίας.
Οι ασθενείς με εκτεταμένη θερμική βλάβη θεωρούνται υψηλού κίνδυνου για εμφάνιση των φλεβικών θρομβώσεων και της πνευμονικής εμβολής
Το εισπνευστικό έγκαυμα ευθύνεται για το 50% της θνησιμότητας που σχετίζεται με το θερμικό έγκαυμα.
Πηγές
Εγκαυματική νόσος. Στο βιβλίο Ρούσσος Χ. Εντατική Θεραπεία. Αθήνα: Ιατρικές εκδ. Πασχαλίδης, 1997; 2: 634-48.
Μπαλτόπουλος Π. (2003) Ανατομική του Ανθρώπου 2η έκδοση. Αθήνα: Ιατρικές Εκδόσεις Πασχαλίδης