Όταν το μυοκάρδιο υφίσταται νέκρωση απελευθερώνονται ένζυμα στο περιφερικό αίμα.
Τα ένζυμα αυτά είναι η τροπονίνη, η CK-MB, οι τρανσαμινάσες, SGOT και SGPT, και η γαλακτική αφυδρογονάση LDH.
Έτσι λοιπόν, η τροπονίνη χρησιμοποιείται ευρέως ως ένας ταχείας ανίχνευσης βιοδείκτης με υψηλή διαγνωστική ακρίβεια σε οξύ έμφραγμα, σε περιπτώσεις μυοκαρδίτιδας και καρδιακή ανεπάρκεια.
H παρουσία της μπορεί να διαπιστωθεί ακόμη και 15 ημέρες μετά το έμφραγμα του μυοκαρδίου και ανευρίσκεται ακόμη και επί επαναιμάτωσης μετά θρομβόλυση του νεκρωθέντος τμήματος.
Ψευδώς θετικά αποτελέσματα μπορεί να υπάρξουν με την τροπονίνη T σε καταστάσεις όπως η χρόνια νεφρική ανεπάρκεια, οι μυοπάθειες και η παρουσία ετεροφιλικών αντισωμάτων.
Ακόμα, τα επίπεδα της CK-MB συνεχώς αυξανόμενα εμφανίζονται 4-6 ώρες μετά την έναρξη της νέκρωσης, με κορύφωση μετά 24 ώρες και προοδευτική μείωση τις επόμενες 3-4 ημέρες.
Η γαλακτική αφυδρογονάση απελευθερώνεται από τα κύτταρα όταν αυτά καταστραφούν. Συνεπώς η LDH χρησιμοποιείται ως ένας γενικός δείκτης ιστικής καταστροφής.
Σε έμφραγμα μυοκαρδίου έχει μεγάλη ευαισθησία καθώς ανιχνεύει ακόμη και μικρές βλάβες του καρδιακού μυός. Αυξάνεται σε 12-24 ώρες μετά το έμφραγμα και μεγιστοποιείται την 3η ημέρα με διατήρηση αυξημένων επιπέδων για πάνω από 2 εβδομάδες.