Η διάγνωση της Διαβητικής Νεφρικής Νόσου, αργεί, διότι στα αρχικά στάδια δεν υπάρχουν συμπτώματα.
Οι παράγοντες κινδύνου που αυξάνουν τον κίνδυνο εμφάνισης Διαβητικής Νεφρικής Νόσου είναι η υπεργλυκαιμία, η υψηλή αρτηριακή πίεση, το οικογενειακό ιστορικό, η υψηλή χοληστερολη και το κάπνισμα.
Η έγκαιρη διάγνωση της Διαβητικής Νεφρικής Νόσου γίνεται με την η ανεύρεση της αλβουμίνης στα ούρα. Η μέτρηση της αλβουμίνης σε σχέση με την κρεατινίνη σε ένα τυχαίο δείγμα ούρων (λόγος αλβουμίνης/ κρεατινίνη) και οι αιματολογικές εξετάσεις με την μέτρηση ουρίας και κρεατινίνης μαζί με τον υπολογισμό του δείκτη σπειραματικής διήθησης( GFR) χρησιμοποιούνται για την εκτίμηση του κατά πόσο έχει επηρεαστεί η νεφρική λειτουργία.
Ο υπερηχογραφικός έλεγχος είναι απαραίτητος για την εκτίμηση του μεγέθους και της δομής των νεφρών, και η νεφρική βιοψία χρειάζεται για να αποκλειστεί η ύπαρξη άλλου είδους νεφρικής βλάβης η οποία μπορεί να διαφοροποιήσει τη θεραπευτική προσέγγιση. .