Ο ιός που προκαλεί τον COVID-19 και η γρίπη είναι δύο πολύ διαφορετικά παθογόνα, που παρουσιάζουν ωστόσο σημαντικές περιοχές αλληλοεπικάλυψης.
Και οι δύο ιοί μεταδίδονται κυρίως μέσω σταγονιδίων.
Μελέτες έχουν δείξει με συνέπεια ένα μοτίβο μειωμένης συχνότητας γρίπης το 2020 (Ιανουάριος – Μάιος) μετά την υιοθέτηση των NPI σε σύγκριση με προηγούμενες εποχές. Μια παρόμοια τάση έχει παρατηρηθεί στις ΗΠΑ, με τον αριθμό των ασθενειών όπως η γρίπη για την περίοδο 2019-2020 να έχουν μειωθεί νωρίτερα από το αναμενόμενο. Ιδιαίτερη προσοχή θα πρέπει να δίνεται κατά την ερμηνεία αυτών των δεδομένων, καθώς τα ποσοστά δοκιμών για ιούς του αναπνευστικού πέραν του SARS-CoV-2, μειώθηκαν σημαντικά κατά το αρχικό πανδημικό κύμα.
Η προσδοκία ότι το μοτίβο της μειωμένης μετάδοσης της γρίπης θα αντέξει μέχρι την επόμενη σεζόν της γρίπης προϋποθέτει τη συνεχιζόμενη προσήλωση στα ΝΡΙ.
Εκτός από τα NPI, αυξημένη σημασία έχει ο εμβολιασμός για τη γρίπη προκειμένου να ελαχιστοποιηθεί το ιϊκό φορτίο στον πληθυσμό.
Αν και δεν υπάρχουν συγκεκριμένες κλινικές εκδηλώσεις που να διακρίνουν αξιόπιστα μεταξύ της πρώιμης νόσου της γρίπης και του COVID-19, θα είναι σημαντικό να προσδιοριστεί η ιϊκή αιτιολογία στην κλινική πρακτική.
Η γρίπη μπορεί να αντιμετωπιστεί με έναν αναστολέα νευραμινιδάσης ή έναν cap-dependent αναστολέα ενδονουκλεάσης, κανένας εκ των οποίων δεν διαθέτει αντιϊκή δράση έναντι του SARS-CoV-2.
Το σύνδρομο που προκαλείται από κάθε ιό ακολουθεί μια διαφορετική πορεία. Οι ασθενείς με γρίπη τυπικά παρουσιάζουν τα πιο σοβαρά συμπτώματα κατά την πρώτη εβδομάδα της ασθένειας, ενώ οι ασθενείς με COVID-19 μπορεί να παρουσιάσουν μεγαλύτερη διάρκεια συμπτωμάτων με αποκορύφωμα τη δεύτερη ή τρίτη εβδομάδα της νόσου. Η διάκριση μεταξύ των ιών θα μπορούσε να επιτρέψει στους κλινικούς ιατρούς να παρέχουν στους ασθενείς προληπτική καθοδήγηση σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο τα συμπτώματα αναμένεται να εξελιχθούν ώστε να μπορούν να βοηθήσουν στον εντοπισμό επιπλοκών στην πορεία της νόσου αργότερα.
Ένα επιπρόσθετο επίπεδο πολυπλοκότητας είναι ότι έχει παρατηρηθεί ταυτόχρονη μόλυνση με γρίπη και SARS-CoV-2, οπότε ένα θετικό αποτέλεσμα για έναν ιό δεν αποκλείει τη μόλυνση με τον άλλο. Δεν είναι ακόμη σαφές εάν η αρχική δοκιμή θα πρέπει να περιλαμβάνει και τους δύο ιούς ή εάν τα τεστ γρίπης μπορούν να προστεθούν μετά τα αποτελέσματα για τον SARS-CoV-2.
Η διαχείριση του παιδιατρικού πληθυσμού μπορεί να διαφέρει καθώς υπάρχουν πολλά μοναδικά χαρακτηριστικά των ιών στα παιδιά.
Η γρίπη είναι πηγή σημαντικής νοσηρότητας και θνησιμότητας στα παιδιά και τα άτομα ηλικίας μεταξύ 5 και 17 ετών θεωρείται πως διαδραματίζουν κρίσιμο ρόλο στην εξάπλωση των εποχικών εστιών γρίπης. Αντίθετα, η πορεία της νόσου COVID-19 είναι συνήθως ήπια στα παιδιά τα οποία μπορεί να είναι λιγότερο πιθανό να μολυνθούν ή να μολύνουν άλλους.
Πηγές
https://www.sosiatroi.gr
https://jamanetwork.com/journals/jama/fullarticle/2769676