Η μέτρηση της συγκέντρωσης αλβουμίνης χρησιμοποιείται για τον έλεγχο της διατροφικής κατάστασης του οργανισμού, της ογκωτικής κατάστασης του ορού καθώς και στον έλεγχο της νεφρικής λειτουργίας σε περιπτώσεις πρωτεϊνουρίας.
Η αλβουμίνη (ή λευκωματίνη) είναι ένα από τα δύο κύρια πρωτεϊνικά κλάσματα του αίματος.
Οι κύριες λειτουργίες της είναι η διατήρηση της ογκωτικής πίεσης και η μεταφορά της χολερυθρίνης, των λιπαρών οξέων, των φαρμάκων, των ορμονών και άλλων ουσιών που είναι αδιάλυτες στο νερό.
Οι πρωτεΐνες φυσιολογικά απορροφώνται σχεδόν πλήρως από τα νεφρά και πρακτικά δεν ανιχνεύονται στα ούρα. Ως εκ τούτου, η παρουσία ανιχνεύσιμης αλβουμίνης ή πρωτεΐνης στα ούρα, είναι ενδεικτικό μη φυσιολογικής νεφρικής λειτουργίας.
Η μείωση της συγκέντρωσης της αλβουμίνης προκαλείται από διάφορους παράγοντες όπως: μειωμένη σύνθεση οφειλόμενη είτε σε ηπατική νόσο (πρωτοπαθής) είτε σε μειωμένη πρόσληψη πρωτεΐνης (δευτεροπαθής), αυξημένο καταβολισμό ως αποτέλεσμα βλάβης των ιστών και φλεγμονής, δυσαπορρόφηση των αμινοξέων, καθώς και αυξημένη νεφρική απέκκριση (νεφρωσικό σύνδρομο).
Πολύ χαμηλά επίπεδα αλβουμίνης μπορεί να είναι αιτία εμφάνισης οιδήματος (νεφρωσικό σύνδρομο, εντεροπάθειες με απώλεια πρωτεϊνών).