Χαρακτηρίζεται από βοτρυοειδή εκφύλιση των χοριακών λαχνών και η συχνότητα της υπολογίζεται στην Ευρώπη και στις Η.Π.Α. σε 1 ανά 1.000 κυήσεις.
Τα μεγαλύτερα ποσοστά φαίνεται πως εντοπίζονται σε μητέρες μικρής ηλικίας και σε υπερήλικες, ενώ ο κίνδυνος είναι μεγαλύτερος σε γυναίκες με ιστορικό αυτομάτων αποβολών.
Με βάση τα ερευνητικά ευρήματα της κυτταρογενετικής, έχει αποδειχθεί ότι πρόκειται για διπλοειδείς κυήσεις. Οι περισσότερες περιπτώσεις είναι ευπλοειδικές με καρυότυπο 46,ΧΧ και είναι το αποτέλεσμα γονιμοποίησης ενός κενού ωαρίου από ένα διπλοειδές ή ένα απλοειδές σπερματοζωάριο, το οποίο στην συνέχεια διπλασιάζει τα χρωματοσώματα του.
Παθολογοανατομικά, εντοπίζονται: οίδημα του στρώματος των λαχνών, ρήξη των μεσεγχυματικών γεφυρών, από απουσία των λαχνικών αγγείων και υπερπλασία των στοιβάδων, κυρίως της συγκυτιοτροφοβλάστης.
Κλινικά εμφανίζεται κολπική αιμόρροια και επίταση των υποκειμενικών συμπτωμάτων της κύησης.
Η διάγνωση της νόσου βασίζεται στην κλινική εικόνα, στον προσδιορισμό των επιπέδων της β-hCG, που ανευρίσκονται ιδιαίτερα υψηλά, και στον υπερηχογραφικό έλεγχο.
Ο υπερηχογραφικός έλεγχος παρουσιάζει την χαρακτηριστική εικόνα “νιφάδων χιονιού” ή κυστιδίων στην μήτρα, ενώ σε πολλές περιπτώσεις παρατηρείται υπερβολική διόγκωση των ωοθηκών (ωχρινικές κύστεις).